"Επί ασπαλάθων ..." Το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη

"Επί ασπαλάθων ..." Το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη




Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

 
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου

δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.


Σημείωση:


 Το  όνομα ασπάλαθος  είναι η
(επιστημονική ονομάσια:
Calycotome villosa, Καλυκοτόμη η εριότριχος, ένα είδος θάμνου με πολλά αγκάθια. 


Φυτρώνει στα βουνά σχεδόν όλης της Ελλάδας, έχει μικρά πράσινα φύλλα, ανθίζει κατά τον Απρίλιο ή Μάιο και έχει κίτρινα λουλούδια με χαρακτηριστική οσμή. Ο καρπός του τρώγεται πολύ από τις κατσίκες.
Το ποίημα «Επί ασπαλάθων...» είναι το τελευταίο που συνέθεσε ο Γιώργος Σεφέρης και αποτελεί μια καταγγελία κατά της δικτατορίας και -πολύ περισσότερο- ένα πρόκριμα για τη βίαιη τιμωρία που θα έπρεπε να αποδοθεί στους μυσαρούς δικτάτορες. Το καθεστώς ανελευθερίας, που διένυε την πέμπτη του χρονιά, προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια στον ποιητή, ο οποίος μέσα από έναν τυχαίο συνειρμό φέρνει στο νου του την τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Αρδιαίο -έναν αδελφοκτόνο και πατροκτόνο τύραννο της Παμφυλίας- όπως αυτή καταγράφεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα.

Το συγκεκριμένο ποίημα είναι το τελευταίο ποίημα του συνέθεσε ο Γιώργος Σεφέρης και αποτελεί μια καταγγελία κατά της δικτατορίας και -πολύ περισσότερο- ένα πρόκριμα για τη βίαιη τιμωρία που θα έπρεπε να αποδοθεί στους μυσαρούς δικτάτορες.
Το καθεστώς ανελευθερίας, που διένυε την πέμπτη του χρονιά, προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια στον ποιητή, ο οποίος μέσα από έναν τυχαίο συνειρμό φέρνει στο νου του την τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Αρδιαίο -έναν αδελφοκτόνο και πατροκτόνο τύραννο της Παμφυλίας- όπως αυτή καταγράφεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα.
Το ποίημα γράφτηκε στις 31 Μαρτίου του  1971 και δημοσιεύτηκε στο Βήμα  στις  25 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους,  δηλαδή  τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας.
  Όπως αναφέραμε και παραπάνω το ποίημα είναι βασισμένο σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία)  και αναφέρεται  στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου.
Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, ανάμεσα σε άλλες ανόσιες πράξεις είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του.
Γι’ αυτό και η τιμωρία του, καθώς και άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή.
Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμάζονταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. «Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρίσκονταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ’ ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα».





Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια