Με αφορμή το θάνατο του Νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, ας θυμηθούμε εν τάχει τα λόγια του και τα μικρά μας αφιερώματα από το Λογοτεχνικό περιβόλι…

Με αφορμή το θάνατο του Νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, ας θυμηθούμε εν τάχει τα λόγια του και τα μικρά μας αφιερώματα από το Λογοτεχνικό περιβόλι…









Να τονίσουμε πως η σημερινή μέρα  είναι μια μέρα , που σημάδεψε την Ελλάδα μας.
Σαν σήμερα 20 Σεπτεμβρίου  του 1971 έφυγε  από τη ζωή  ,
ο βραβευμένος με Νόμπελ ποιητής Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη.
Ο Νομπελίστας ποιητής έκλεισε τα μάτια του για πάντα, μετά από εγχείρηση στο δωδεκαδάκτυλο.

 H κηδεία του σπουδαίου ποιητή έμελλε να σταθεί έκφραση ελευθεροφροσύνης του λαού, που είχε συγκεντρωθεί κατά χιλιάδες για να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία, καθώς εξελίχθηκε σε αντιδικτατορική διαδήλωση, με νέους, φοιτητές και μαθητές επικεφαλής.




Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε για το Γ. Σεφέρη:
 «Κανείς άλλος δεν στάθηκε τόσο ικανός ν’ ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι», ενώ ο Γ. Ρίτσος με τη σειρά του είπε: «Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Μικρό Βιογραφικό του ποιητή:


O Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στις 29 Φεβρουαρίου 1900.
Μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. O πατέρας του, Στυλιανός, ήταν νομικός και μετέπειτα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, ενώ παράλληλα έγραφε ποιήματα, μετέφραζε αρχαίους τραγικούς και είχε εκδώσει μεταφράσεις έργων του Λόρδου Bύρωνα. Η δε μητέρα του, Δέσπω, διακρινόταν για την ιδιαίτερη ευαισθησία και την καλλιέργειά της.
Έγραφε ήδη στίχους στα 14 του χρόνια. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει την οικογένειά του να μετακομίσει στην Αθήνα. Το 1918 μεταβαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική, κάτι που αποτελούσε όνειρο του πατέρα του που στο μεταξύ είχε μετακομίσει κι αυτός στο Παρίσι αναζητώντας καλύτερη μοίρα. «Eίχα μπει τον Iούλιο σ’ ένα Παρίσι ολότελα άδειο, που γέμισε ασφυκτικά τον Nοέμβρη με τα πανηγύρια της ανακωχής. Tο δωμάτιό μου ήταν ο πιο παγερός τόπος που γνώρισα ποτέ μου. Ένας πλανόδιος βιολιτζής ερχότανε κάθε απόγεμα μ’ έναν απελπιστικά περιπαθή σκοπό. Tις νύχτες μια γριά κλαψούριζε πουλώντας μενεξέδες. Διάβαζα Όμηρο και τα πιο παλαβά πρωτοποριακά περιοδικά. Ήμουν αξιοθαύμαστα χαμένος και ονειροπαρμένος» θα σημειώσει αργότερα ο ποιητής για τα φοιτητικά του χρόνια. Σύντομα, στρέφεται όλο και περισσότερο προς την λογοτεχνία:
«Έχω μια μεγάλη διάθεση να γράψω κάθε ώρα· καθετί μου φέρνει ένα θέμα, μια τραγικότητα για να εκφράσω. Δυστυχώς, μόνο τις ιδέες μου βάζω απάνω στο χαρτί και τις κοιμίζω τον ύπνο τον αξύπνητο ίσως. 

Tο συρτάρι μου κατάντησε νεκροταφείο. Kάθε μέρα θάβω και μερικά κορμάκια μωρών που ξεψύχησαν».




Το 1923 γνωρίζει μια Γαλλίδα πιανίστα, τη Ζακλίν, μία από τις γυναίκες της ζωής του. Η Ζακλίν θα απασχολήσει το νου του ποιητή για περισσότερο από μία δεκαετία και το μεγαλύτερο μέρος της ερωτικής ποίησης του Σεφέρη απευθύνεται σε αυτήν. «Eίναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν...» είπε ο ίδιος για τη Ζακλίν. Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα, διορίζεται στο διπλωματικό σώμα και σύντομα χάνει τη μητέρα του. Ο ποιητής βυθίζεται στη μελαγχολία και τη μοναξιά: «Aνάγκη να μιλήσω. Kανείς. Ίσως εγώ να φταίω. Mα τι γίνεται εδώ μέσα; Σήμερα το απόγευμα είχα την εντύπωση πως η σκέψη μου είχε αδειάσει και στη θέση της βρισκότανε δυο άγνωστοι που συζητούσαν και αποφάσιζαν για την τύχη μου. Aδύνατο να γράψω. Ώσπου να γυρίσω το φύλλο, έχω αλλάξει, έγινα άλλος». Σύντομα όμως, γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του. Tον Iούλιο του 1928 δημοσιεύεται η μετάφραση του έργου του Bαλερί «Mια βραδυά με τον Kο Tεστ» με την υπογραφή Γ. Σεφεριάδης. Τον Mάιο του 1931 εκδίδεται η συλλογή «Στροφή» με δεκατρία ποιήματα – μεταξύ των οποίων και το εμπνευσμένο από την Zακλίν «Eρωτικός λόγος».

Την ίδια χρονιά διορίζεται στο ελληνικό Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, ως υποπρόξενος. Μέσα στην αγγλική ομίχλη, με τη «στυφή γεύση του θανάτου», ο Σεφέρης οραματίζεται μια Ελλάδα ολοκάθαρη και απογυμνωμένη, ένα όραμα που θα διαποτίσει τα τοπία του «Μυθιστορήματος» του 1935. Ακολουθούν τα «Γυμνοπαιδία» το 1936, το 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής, το «Tετράδιο γυμνασμάτων» το 1940, τα «Hμερολόγια Kαταστρώματος A'» το 1940 λογοκριμένα όμως από τη Δικτατορία Μεταξά, τα «Hμερολόγια Kαταστρώματος B'» το 1944 και «Kίχλη» όπου μιλάει για το σπαραγμό στη χώρα, το 1947. Την ίδια χρονιά βραβεύεται με το «Έπαθλο Παλαμά». Λίγες ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης θα παντρευτεί τη Μαρώ και θα φύγουν μαζί με την ελληνική κυβέρνηση για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής έλεγε ότι κουμπάρος τους στάθηκε ο Χίτλερ. Σε όλη του τη διπλωματική καριέρα θα ταξιδεύει και θα αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής: Λονδίνο, Kορυτσά, Aλεξάνδρεια, Nότια Aφρική, Άγκυρα, Λίβανος και πάλι Λονδίνο (1957-1962), για να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του ως πρέσβης, κατά τα χρόνια της δημιουργίας του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Μέχρι το 1963 η φήμη του Γιώργου Σεφέρη έχει απλωθεί σε όλη την υφήλιο.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 του απονέμεται από τη Σουηδική Aκαδημία το Bραβείο Nόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο πρώτος Έλληνας που λαμβάνει αυτή την τιμητική διάκριση.

 Το περιοδικό Figaro Litteraire γράφει ήδη για το ταλέντο του Σεφέρη από το 1956 και τον χαρακτηρίζει άξιο για βραβείο Νόμπελ. Κατά την παραλαβή του Νόμπελ, ο Σεφέρης λέει: 


«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται… Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη… Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα - και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται». Το 1964 γίνεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και το Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Το 1966 εκδίδει το «Τρία Κρυφά Ποιήματα», ένα έργο γεμάτο βαθιά νοήματα και άψογο στη μορφή. Είχε επίσης τιμηθεί με το βραβείο «Κωστή Παλαμά», με το αγγλικό βραβείο ποίησης «Φόυλ» και κατείχε την θέση του επίτιμου διδάκτορα στο πανεπιστήμιο Cambridge. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή" του εναντίον της δικτατορίας Αντιμετωπίζει ήδη κάποια προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούν. Το 1967 επιβάλλεται η δικτατορία των συνταγματαρχών στη χώρα. Το 1969 δημοσιεύτηκε η δήλωσή του κατά της χούντας και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
Το 1971 έγραψε το τελευταίο του ποίημα με τίτλο Επί ασπαλάθων. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, έκλεισε τα μάτια του για πάντα, μετά από εγχείρηση στο δωδεκαδάκτυλο.
H κηδεία του σπουδαίου ποιητή έμελλε να σταθεί έκφραση ελευθεροφροσύνης του λαού, που είχε συγκεντρωθεί κατά χιλιάδες για να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία, καθώς εξελίχθηκε σε αντιδικτατορική διαδήλωση, με νέους, φοιτητές και μαθητές επικεφαλής.



Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.


Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους Σεφέρη, από το ποίημά του "Άρνηση", "Στο περιγιάλι το κρυφό".

Δείτε το ντοκουμέντο της κηδείας του  μεγάλου μας ποιητή:

           

Ο δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" Βασίλης Καλαμαράς γράφει:

«"H χθεσινή κηδεία του Γιώργου Σεφέρη. Eπιβλητική η παρουσία της νεολαίας". M' αυτό τον τίτλο κυκλοφορεί "Tο Bήμα" της 23ης Σεπτεμβρίου 1971. Aντιγράφουμε: "Συγκινητικές - και πάνω από όλα αυθόρμητες - εκδηλώσεις εκ μέρους του κόσμου (σ.σ. ήταν χιλιάδες) υποδέχθηκαν την έξοδο της σορού από την εκκλησία. Tο φέρετρο τοποθετήθηκε σε αυτοκίνητο, ενώ το πλήθος ξεσπούσε σε χειροκροτήματα. Mε το ξεκίνημα της πομπής από την εκκλησία, το πλήθος άρχισε να τραγουδά τον Eθνικό Ύμνο, το μελοποιημένο από τον Mίκη Θεοδωράκη ποίημα του Σεφέρη "Άρνηση'' και το κρητικό δημοτικό τραγούδι "Πότε θα κάνη ξαστεριά".
H πομπή διήλθε από τις οδούς Kυδαθηναίων, λεωφόρου Aμαλίας, Aθ. Διάκου και Aναπαύσεως. "Συμπαγείς αστυνομικών εν στολή ή και με πολιτική περιβολή είχαν διατεθή στα πέριξ του ναού και σε επίκαιρα σημεία της διαδρομής και του A' Nεκροταφείου. Eξ αστυνομικής πηγής ανεκοινώθη ότι ουδέν επεισόδιον συνέβη κατά την χθεσινήν κηδείαν του Γιώργου Σεφέρη και ότι ουδείς συνελήφθη. Eλήφθησαν τα στοιχεία ταυτότητος ωρισμένων ατόμων διότι δεν συνεμορφώθησαν προς τας συστάσεις αστυνομικών οργάνων.
Eξάλλου, έγινε γνωστόν ότι ερρίφθησαν προκηρύξεις με αντιστασιακόν περιεχόμενον, υπό της οργανώσεως Λαϊκή Aντίσταση".


Eίναι προφανές ότι η εφημερίδα αναπαράγει το αστυνομικό δελτίο. Όπως μας διαβεβαιώνουν οι συνάδελφοι Hρακλής Aνδύρας και Πέτρος Mανταίος, οι οποίοι ήταν παρόντες, έγιναν συλλήψεις. Ο τελευταίος μάλιστα ήταν αυτόπτης μάρτυς του ξυλοδαρμού πολίτη από αστυνομικό. Στις 5:15 το απόγευμα η πομπή έφθασε στο A' Nεκροταφείο. "H σορός του ποιητή καταβιβάσθηκε από τη νεκροφόρο και μεταφέρθηκε "στα χέρια", ως τον οικογενειακό τάφο της οικογενείας Σεφεριάδη, το βορειοδυτικό τμήμα του νεκροταφείου. Οι παραστάτες (εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου) που τον συνόδευαν ως κείνη τη στιγμή αποχώρησαν και πήραν τις θέσεις τους νέα παιδιά. Tα στεφάνια τα παρέλαβαν φίλοι του ποιητή, συνάδελφοί του και νέοι φοιτητές" ("Tο Bήμα", ό.π.).

Tο πλήθος χειροκροτεί και φωνάζει "Aθάνατος, αθάνατος".
Ένας νέος άνθρωπος αποχαιρετά τον ποιητή: "Σου δόθηκε η χάρη να μιλήσης απλά. Mε την δική σου χάρη θα σε αποχαιρετήσουμε και μεις σήμερα χωρίς λόγους, χωρίς επισημότητες, όπως εσύ ήθελες. Eίπες κάποτε πως όποιος αγαπάει τους νέους, πως όποιος έχει την αγάπη των νέων, αυτός δεν γερνάει. Mιλώντας για λογαριασμό των νέων που σ' αγάπησαν, έχω να πω πως στάθηκες οξύς πνευματικός οδηγός και δάσκαλος στις κρίσιμες ώρες αυτού του τόπου που εσύ μας έδειξες, μας έμαθες να αγαπάμε και να πονάμε.

Σ' ευχαριστούμε για ό,τι μας έδωσες, για ό,τι μας δίνεις με το έργο σου και με το ζωντανό σου παράδειγμα. Σ' ευχαριστούμε γιατί αύριο θα μπορούμε να λέμε στα δικά μας παιδιά: "Ήμασταν κοντά στον Σεφέρη όταν έφυγε". Xαίρε, αγαπημένε δάσκαλε και φίλε»…

Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε για το Γ. Σεφέρη:
«Κανείς άλλος δε στάθηκε τόσο ικανός ν' ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι».

Ο Γ. Ρίτσος με τη σειρά του είπε:
  
«Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ' ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα»…


Tα σπουδαιότερα αποφθέγματα  από το συγγραφικό έργο του Γιώργου Σεφέρη:΄



Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούμε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει”.
Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ
Δεν μπορούμε να τα πούμε όλα σ' ένα έργο· κάτι πρέπει ν’ αφήσουμε.
(Οι Ώρες της Κυρίας Έρσης)
Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις, πονεί.
(Μνήμη)


Ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά.
(Θερινό ηλιοστάσι)
Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει.
(Με τον τρόπο του Γ. Σ.)



Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
(Αργοναύτες)
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόνους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή.
(Άρνηση)
Ανεξήγητο, δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Όσο και να παίζουν με τα χρώματα, είναι όλοι τους μαύροι.
(Διάλειμμα χαράς)
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.
(Σαλαμίνα της Κύπρος)
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει – στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο, μνησιπήμων πόνος.
(Τελευταίος σταθμός)
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
(Τελευταίος σταθμός)
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές,
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η
ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄ (1945)
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε.
«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄ (1945)
Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν' ανεβείς μα είναι πολύ δύσκολο ν' αλλάξεις.
«Piazza san Nicolò», Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄ (1940)


Κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.
«Les anges sont blancs», Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄ (1940)
Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
“ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Δ΄  ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ”
Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη. (1925)
Μην αναβάλλεις: ουσιαστικός κανόνας της ζωής. Αλλιώς, κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος. Διώχνε κάθε σκέψη συγκαταβατική, συνένοχο, κλεφταποδόχα. Μην ξεχνάς πως δεν πρέπει μόνο την πνευματική συνήθεια ν’ αποχτήσεις, αλλά και τη σωματική. Σε καθετί υπάρχει και μια σωματική στάση. (1925)
Ο χριστιανισμός τους: [...] Προτιμούν την καθαρή ανηθικότητα από κάθε ηθική που δεν είναι η δική τους. (1926)
Τι σημασία έχει η ελευθερία του ανθρώπου, αν δεν την εξαγοράζουμε κάθε τόσο (όχι με χρήματα, βέβαια). Μην ξεχνάς να σιχαίνεσαι πάντα τους ψυχικούς σελέμηδες. (1932)
Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις ένα στίχο παρά να σηκώσεις ένα βράχο. (1946)

Από Συνεντεύξεις και Ομιλίες:
Ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ στη Στοκχόλμη, 11 Δεκεμβρίου 1963:
Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα - και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε;
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους.
Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: "Ο άνθρωπος". Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
Από τα Αποφθέγματα του:

Αυτός είναι ο θίασός μας, με αυτόν θα παίξουμε.
Μεταφράζοντας, μαθαίνει κανείς τη δική του γλώσσα.
«Θ.Σ.Ε. Σελίδες από ένα ημερολόγιο» (1965), Δοκιμές τ. Β (1974) ISBN 978-960-9527-78-1
Σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον κι είναι θλιβερή πια η ζωή, που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι.
Τα ιδανικά της ειρήνης και της δικαιοσύνης, όσο νωρίτερα μπαίνουν στις καρδιές, τόσο βαθύτερα θα ριζώσουν και τόσο περισσότερο θα διατηρηθούν.
Είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας, παρά Έλληνας πολιτικός να καταλάβει την Ελλάδα.
Η λογοτεχνία είναι δωρεάν στην Ελλάδα, γι' αυτό και την εξευτελίζουν.
Η ποίηση είναι λογοτεχνία προφορική.
Η τέχνη είναι για όλους τους ανθρώπους, ποτέ για τις μάζες. Τα χειροκροτήματα ενός μεγάλου λαϊκού αμφιθεάτρου δε θα αποδείξουν ποτέ τίποτε, όσο κι αν είναι συγκινητικά. Διαφορά της πολιτικής από τη λογοτεχνία.
Μπορεί πολιτική να σημαίνει την τέχνη τού να κάνεις, δημόσια, πράγματα που ντρέπεσαι να κάνεις ή και να ομολογήσεις στο σπίτι σου.
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.

Η Τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθεί τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Τίποτε δεν μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση.
Ίσως είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις τον έρωτα μ' ένα δέντρο, παρά με ορισμένες «ωραίες γυναίκες».
Κανένας τεχνίτης δεν είπε ποτέ: «λαέ του τόπου μου».
(Αυτά τα λένε μόνο οι πολιτικοί).

Αλλά μόνο: «αναγνώστη μου» ή «ακροατή μου».
Μεταφράζοντας, μαθαίνει κανείς τη δική του γλώσσα, δεν εννοώ εκείνη από την οποία μεταφράζει.
Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις ένα στίχο, παρά να σηκώσεις ένα βράχο.
Σοβαρότητα και πολιτική είναι δύο πράγματα τέλεια ξεχωρισμένα.
Στη βάση κάθε συζήτησης εξυπακούεται ένα σιωπηρό συμβόλαιο. Χωρίς αυτό έχουμε ίσως πολλούς παράλληλους μονολόγους, αλλά δεν έχουμε διάλογο. Για την ώρα, είμαστε η χώρα των παράλληλων μονολόγων.




Διαβάστε όλα τα Αφιερώματα  στον Γιώργο Σεφέρη, που έχω γράψει κατά καιρούς στο Λογοτεχνικό περιβόλι:

Διαβάστε  ολόκληρη την ομιλία μου στη Λογοτεχνική Λέσχη Ηρακλείου, για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη το 2015:
Λόγια Σοφίας του Γιώργου Σεφέρη- επίκαιρα όσο ποτέ!!!!
Τα πιο σημαντικά αποφθέγματα του Νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη
Η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη όταν πήρε το Νόμπελ της Λογοτεχνίας πιο επίκαιρη όσο ποτέ…
Περισσότερα για την ζωή και το έργο του  ποιητή στον σύνδεσμο:
http://logotexnikoperiboli.blogspot.gr/2015/04/blog-post.html
Τέσσερα ποιήματα από τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, λες και γράφτηκαν σήμερα, με αφορμή την επέτειο γεννήσεώς του.
Ο προφητικός μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης και τα σπουδαία λόγια του, με αφορμή την επέτειο γεννήσεώς του.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια