Τα μοναχικά βήματα του Τάσου Λειβαδίτη

Τα μοναχικά βήματα του Τάσου Λειβαδίτη

                              




Τα μοναχικά  βήματα  του Τάσου Λειβαδίτη

Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε;
Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ’ τα χρόνια…
Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα…
Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.
Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.
Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.
Όλα θολά συγκεχυμένα… Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση… ποιοί είμαστε; … άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.
Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.
Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου… μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;
Ω γενιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους… μείναμε στη μέση… η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ’ όλα τα ρολόγια.
Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;
Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της…
Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε… μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.
Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ’ ακούμπησε εκεί μια μακρινή τρικυμία, τα στήθη σου δύο μικρά ηλιοτρόπια μες τ’ αλησμόνητο πρωινό.
Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο.
Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες…
Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα…
Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση… ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική…


Βιογραφικό του Τάσο Λειβαδίτη:


Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922
 και «έφυγε» στα 66 του χρόνια, ξημερώματα Κυριακής στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Κοντοπούλου, ήταν Αθηναία.
Από τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες.
 Ο Μίμης, μουσικός της Λυρικής, ο Αλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, που πέθανε το 1980 κι αυτός από την ίδια πάθηση με τον ποιητή, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.
Το 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου, κοντά στο πατρικό του σπίτι στην οδό Λεωνίδου. Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς αφιερώνεται στην Αντίσταση από τις τάξεις ΕΠΟΝ. Το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα κι ενώ είναι εξόριστος στην Μακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του.
Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη. Του στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας – άγγελος σε όλη του τη ζωή. Ο ποιητής την έχει ηρωίδα του στο "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" που της το αφιερώνει.
Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίζεται στο λογοτεχνικό στερέωμα με το ποίημα "Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη", που δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" του Δημήτρη Φωτιάδη. Το 1947 δημοσιεύεται στη "Νέα Εστία", το εκτενές ποίημα του "Η κυρά της Όστριας". Εκδίδει μαζί με άλλους νέους, το λογοτεχνικό περιοδικό "Θεμέλιο". Την τετραετία 1948 -1952, εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, τον Αη-Στράτη και την Μακρόνησσο, μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς (Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, Καρούσος, κ.α.).

Το 1952 εκδίδει τα πρώτα του βιβλία "Μάχη στην άκρη της νύχτας" και "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" και το 1953 δημοσιεύει το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου", για το οποίο του απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία.
Το βιβλίο κατασχέθηκε αργότερα κι ο ποιητής θα συρθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Βρισκόμαστε στην καρδιά του ψυχρού πολέμου. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1955, ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Εφετείο για το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου". Πλήθος κόσμου και ανάμεσα τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.

Το 1956 δημοσιεύει τον "Ανθρωπο με το ταμπούρλο" και το 1957 εκδίδει την ποιητική συλλογή "Συμφωνία αρ. 1", για το οποίο ο Δήμος Αθηναίων τον βραβεύει με το Πρώτο βραβείο Ποίησης. Ήδη από το 1954 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ όπου και κρατάει τη στήλη της κριτικής του βιβλίου μέχρι το 1980, με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα έχει κλείσει λόγω δικτατορίας.

Σε αυτό το διάστημα αλλά και αργότερα ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Ρόκκος. Ακολουθούν τα βιβλία, το 1958 "Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια" , το 1960 η "Καντάτα".

Το 1961 τον Οκτώβριο, περιοδεύει με τον Μίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Καβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Νάουσα, Βέροια, όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών απαγγέλει ή συνομιλεί με το κοινό. Την ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία το ΄Ονειρο" με τους Κατράκη, Αλεξανδράκη, Γεωργούλη, κ.α. όπου ακούγονται τα τραγούδια "Βρέχει στη φτωχογειτονιά", "Σαββατόβραδο" κ.λ.π. όλα σε στίχους Λειβαδίτη και που με άλλα τραγούδια επίσης σε στίχους Λειβαδίτη θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία".
Το 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο "Ποίηση 1952-65" όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές. Μεταξύ 1967 – 72, ο ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο Ρόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης.

Το 1972, εκδίδει το βιβλίο "Νυχτερινός επισκέπτης, που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της δεύτερης φάσης του έργου του. Παράλληλα αποστασιοποιείται από την πολιτική δράση και κάνει μια βαθιά στροφή ενδοσκόπησης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργου του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη. Το 1976, του απονέμεται το 2ο και 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα βιβλία του "Βιολί για μονόχειρα" και "Εγχειρίδιο ευθανασίας" αντίστοιχα.

Γράφει την "Δραπετσώνα" κ.α. τραγούδια σε μουσική Μ. Θεοδωράκη. Το 1978 γράφει τους στίχους των δίσκων "Τα λυρικά", "Οκτώβρης 78" και "Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο", όλα σε μουσική Μ. Θεοδωράκη. Τραγούδια με στίχους του έχει μελοποιήσει και ο Μάνος Λοΐζος.

Αύγουστος του 1982, αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας. Νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το 1985 εκδίδονται η συλλογή "Βιολέττες για μια εποχή" και το 1987 ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του, με τον τίτλο Ποίηση Β.

Τον Οκτώβρη του1988, ο ποιητής εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο και υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.

Το 1990 ολοκληρώνεται και ο τρίτος τόμος των Απάντων του, με τίτλο Ποίηση Γ.
Την ίδια χρονιά εκδίδεται το έργο που άφησε στο συρτάρι του πριν πεθάνει,
 "Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου" (1989).


Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981,
 και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε».
Επίσης:
«Άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια