Αριστοτέλης Βαλαωρίτης- μικρό αφιέρωμα

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης- μικρό αφιέρωμα






Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν  ένας από τους διακεκριμένους επτανήσιους ποιητές του 19ου  αιώνα.
  (1824-1879).
 Ανήκει στους επικούς ποιητές του αρματολισμού .
Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη.
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλύτη Γραμμάτων και επιστημών από το εκεί κολλέγιο), το Παρίσι (νομικά) και τέλος την Πίζα, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτωρ νομικής στο εκεί πανεπιστήμιο. Μεσολάβησε (1846) προσβολή του από τυφώδη πυρετό και επιστροφή στη γενέτειρά του. Ακολούθησαν ταξίδια του στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα μελέτησε γερμανική φιλοσοφία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Στιχουργήματα" στην Κέρκυρα. Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία. Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου Ελοϊσία, την οποία παντρεύτηκε το 1852. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δύο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο. Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άντρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει για την Ιταλία ξανά. Το 1856 πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Μνημόσυνα", που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο και εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, θέση την οποία κράτησε από το 1857 ως το 1864. Το 1864 επισκέφτηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφτηκε από μεγάλη επιτυχία. Εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό νησί κοντά στη Λευκάδα. Εκεί συνέθεσε το ποίημα Διάκος και τον Αστραπόγιαννο, έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Κατόπιν πρόσκλησης του πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε το 1879. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του "Φωτεινού", έργου που έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Ο "Φωτεινός" εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις ("Η λίμνη" του Λαμαρτίνου, "Το τριακοστό τρίτο άσμα της Κόλασης" του Δάντη, κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού.
Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Τ
α ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή δημοτική  γλώσσα ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα.
 Όλη του η εργογραφία θεωρείται επική,  καθώς επίσης οι αγώνες του για την Πατρίδα,
 του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή,
ενώ ήταν ακόμα "εν ζωή".
 Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή:
(Παλαμάς, Ροΐδης, Σικελιανός) ,
ως την πλήρη άρνηση:
 (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).


 Γενικά για την ποίηση του  Αριστοτέλη Βαλαωρίτη:
Η ποίησή του ήταν πάντοτε γραμμένη στη δημοτική, οι πρόλογοι όμως και τα σχόλια που τα συνόδευαν γραμμένα στην καθαρεύουσα. Αυτή η αντίθεση τεκμηρίωνε έστω και έμμεσα την πεποίθησή του πως η δημοτική αδυνατούσε να εκφράσει βαθύτερες έννοιες.
Τα γνωρίσματα του ποιητικού του έργου ήταν: ο πραγματισμός, η αφηγηματικότητα, η ιστορική, εθνοκεντρική, πατριδολατρική και λανθανόντως μεγαλοϊδεατική θεματική, η ρητορικότητα, η ροπή προς τον διδακτισμό, η εμποτισμένη από το δημοτικό τραγούδι της ηπειρωτικής Ελλάδας γλώσσα. Ως προς τη χρήση της ιστορίας στην ποίηση του, «εξαντλείται στην ιστορική στιγμή: η ποίησή του πηγαίνει να συναντήσει τα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία προέρχονται κυρίως από το μαρτυρολόγιο των ηρώων του 1821».
Ο Αριστοτέλης  Βαλαωρίτης, δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως ρομαντικός ποιητής , αλλά  σαν  ιστορικός.
Είχε διαλέξει την «πραγματολογική ιστορία για βάση της ποιητικής του έμπνευσης. Όμως αυτή η προσέγγιση από τον ίδιο του έργου του δεν εμπόδισε «την κυριαρχία του ρομαντικού ιστορισμού στην ποίησή του». Ως προς το πραγματολογικό υλικό του αυτό δεν σχετίζεται με την προσωπική ζωή του ποιητή, με τη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα της Λευκάδας και του ελεύθερου κράτους.
θέματά του αντλούνται από την Επαναστατική και προεπαναστατική εποχή, την Λατινοκρατία, τους αγώνες των κλεφτών, των αρματολών και των Σουλιωτών. «Οι ήρωες ενεργούν μέσα σε ένα κλίμα αφύσικα υψωμένο […]»
Κυρίαρχο μέτρο στην ποίησή του είναι ο δημοτικός ομοιοκατάλληκτος δεκαπεντασύλλαβος, ο οποίος στα τελευταία του ποιήματα εγκαταλείπεται.
Ο Βαλαωρίτης είναι από τους πρώτους λογοτέχνες που όλη του η θεματογραφία περιέχει  ηθογραφικά στοιχεία στην Ελληνική λογοτεχνία.
Ας θυμηθούμε μερικούς από τους στίχους του:

                                    **

«Ο βράχος και το κύμα»
«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»

O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια...
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο... M’ εφόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
           γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

           O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
           σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

                                       **


 «Η προς την Πατρίδα αγάπη μου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη»
Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει
ούτ' αστραπή, που σβύνεται χωρίς αστροπελέκι,
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,
νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.


 
«Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή ειν΄ η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόβι φαγ΄ ή βρίζα
αυτό το βόϊδι το μανό, π΄ όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι΄ ανεμοστρoβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρύκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Τότε, πουλί το σερπετό ποιός ξέρει που θα φτάσει! …»

**
«Μνημόσυνον επί της νεκρικής κλίνης Στεφάνου Μεσσαλά μόλις εφήβου»
Όργωνε ο Xάρος, όργωνε τη γη που τονε τρέμει.
T' αυλάκια του είναι μνήματα, ο σπόρος του φαρμάκι...
Όργωνε ο Xάρος, όργωνε! Tα μαύρα του τα βόδια
φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαχνης βουκέντρας.
Όθε περάσει το γενί, ξαναγυρίζει δέντρα,
ξεθεμελιώνει ριζιμιά και συνεπαίρνει κόσμους.
K' εσύ, βλαστάρι τρυφερό, στο δρόμο του τί θέλεις;...
Στην αγκαλιά της μάνας σου, στον κόρφο του πατέρα,
να σε ποτίζει το φιλί, να σ' ανατρέφει η αγάπη,
παιδί, γιατί δεν έμενες;... Σου φάνηκε που είναι
γλυκός ο ύπνος μες στη γη, παιδί, και δε γνωρίζεις
πως θέλει ο τάφος συντροφιά, κ' εσύ στη σκοτεινιά σου
θα μείνεις έρμο κι ορφανό. Eκεί που κατεβαίνεις
δε θά 'βρεις του πατέρα σου τα κόκαλα στρωμένα·
θα πέσεις ολομόναχο... Παιδί, γιατί να φύγεις;...

K' εκείνο που μας άκουσε, την ώρα που χιλιάδες
κόσμοι κι ονείρατα χρυσά ολόγυρά του ελάμπαν,
εχαμογέλασε γλυκά, σα να 'λεγε: «Πατέρα,
δεν είν' ο τάφος ερημιά, είναι ζωή κι αγάπη.»

Όργωνε ο Xάρος, όργωνε. Tον κάματο δεν παύει·
μέρα και νύχτ' ακοίμητο τ' αλέτρι του δουλεύει.
Eσυνεπήρε το βλαστό, τον έγειρε στο χώμα
και δίχως σάλαγο, βουβός, περνά και διβολίζει.

    Πατέρα, μάνα, επέταξε. Eκλείστηκε το μνήμα·
φχηθείτε το παιδάκι σας. Στο μακρινό ταξίδι
με το στερνό σας το φιλί, με το πικρό σας δάκρυ
θα ν' αρμενίσει σαν πουλί... Ωχ! νά 'μουνα μαζί του,
νά 'βλεπ' ακόμα μια φορά κ' εγώ τη θυγατέρα!...
« Απόσπασμα από το ξεριζωμένο δένδρο»
―«Δέντρο, πώς κοίτεσαι νεκρό στον άμμο του γιαλού μου;
Ποιό χέρι σε ξερρίζωσε, ποιά δύναμη σ' επήρε
από τη ράχη του βουνού και σ' έρριξε στο κύμα;...
Eσένα τα γεράματα δε σ' είχαν σαρακώσει
στα ατάραγα κλωνάρια σου εκατοστάδες χρόνοι
χωρίς να τα λυγίσουνε, εστέκαν σωριασμένοι,
στη σιδερένια φλούδα σου, χωρίς να τήνε γδάρη,
του λόγγου τ' αγριοδάμαλο τα κέρατα ετροχούσε.
Πες μου, πώς κοίτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στο γιαλό μου;»

―«Kατέβαινε ολοφούσκωτο προχθές το Δημοσάρι,
μουγκρίζοντας στο διάβα του, σα να ζητούσε αμάχη.
Δεν το βαστούσαν ριζιμιά, δεν το κρατούσαν σφάχτες,
στο πέρασμά του εγέρνανε σαν να το προσκυνούσαν
οι σχίνοι, τ' αγριοπρίναρα. Tο κύμα στο θυμό του
ερροβολούσε πάντα εμπρός, θεότυφλο, ωργισμένο,
και πέφτει κατακέφαλα μ' όλη την ανδρειά του
για να ρουφήξη ένα κοντρί που τώφραξε το δρόμο.
Έστεκα εγώ κ' εκύτταζα, κι απ' τη βουβή την πέτρα
άκουσα τότε μια φωνή σαν νά 'βγαινε απ' τον άδη.
―«Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζης άλλους,
εμέ μ' επάτησε βαρύ ποδάρι ανδρειωμένου,
μ' εστοίχειωσε το αίμα του, κ' είμαι θεμελιωμένο
για να φωνάζω ανάθεμα σ' εκείνους που προδίνουν.
Eίμαι τ' Aργύρη το κοντρί, είμαι τ' Aργύρη ο τάφος».

[...]

Ξέγνοιαστη τότε ανέμιζε, σαν νά 'τανε ξεφτέρι,
ακαταδάμαστη η ψυχή, κι έπαιρνε για λημέρι
πότε τα πεύκα του βουνού πότε τα κυπαρίσσια
και πότε εφώλιαζε κρυφά μέσα στα ρημοκκλήσια,
κ' εγύρευε φαντάσματα. Mονάχη, αποσταμένη
ευρίσκ' εκεί παρηγοριά... Tη νύχτα οι πεθαμμένοι
την έπαιρναν πνεμματικό κ' εκείνη για λουλούδια
τους έρριχνε μνημόσυνα, τους έδινε τραγούδια.

[...]

Όταν κ' εσύ το δύστυχο, χλωρό και στολισμένο,
εσήκονες μεσουρανίς τ' αλύγιστα κλωνάρια,
βελάζοντας στον ίσκιο σου έτρεχε το κοπάδι,
ο πιστικός χαρούμενος σ' αγάπαε σαν πατέρα.
Xήρες γρηές, πανόρφανες και ξετραχηλισμένες
σου επαίρναν τ' αντιρρίμματα, ωσάν ελεημοσύνη,
κι όταν τα ρίχναν στη φωτιά κι ολόγυρα στα θράκια,
με το φτωχό προσάναμα τη νήστεια αποκοιμούσαν,
τότε σ' ευχολογούσανε κ' ελέγαν στην Παρθένο
να σου στοιχειόνη τα κλαριά, να σου χαρίζη χρόνια...
Tώρα, νεκρό στον άμμο μου, θα σε θυμούνται τάχα;...

Eμαραθήκανε για μας του κόσμου οι πρασινάδες.
Eσένα σ' εξερρίζωσε το κύμα στην οργή του,
εμέ μου τρώγουν την καρδιά αχόρταγες ελπίδες.
Nά 'ξερες πώς τες έτρεφα! Kαι τώρα μία μία
μαραίνονται και πέφτουνε σα φύλλα το χειμώνα.
«Αστραπόγιαννος- Απόσπασμα»
Bαρειά σπαράζει φοβερή στο χέρι του Λαμπέτη
H κάρα τ' Aστραπόγιαννου. Tο μάτι ανταριασμένο
Tου σκοτωμένου τρεις φορές αναιβοκατεβαίνει
Kαι βασιλεύει σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχτα
Άλλο σημάδι οπίσω της παρά στ' αχνό το στόμα,
Σα μιαν ακτίδα φεγγαριού στο μάρμαρο του τάφου,
Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο
Στου γέροντα τ' αρματολού τα κάτασπρα τα γένεια.

Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης,
Kι αρπάζει το δισάκκι του! Στη μια μεριά φορτόνει
Tο κρίθινο του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο
Tο λείψανό του τ' ακριβό. Tο δάχτυλό του βάφει
Στο αίμα, π' άφριζε στη γη, σταυρόνει το κουφάρι
Kαι χάνεται στη λαγκαδιά... Kαπνός ο πεζοδρόμος.


Το ποίημά του « Ύμνος προς τον ανδριάντα Γρηγορίου του Ε’ του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη» στον σύνδεσμο:

Πηγές:
Λογοτεχνικό περιβόλι!
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, ΕΚΕΒΙ)
Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια