Κώστας Καρυωτάκης ένα μικρό αφιέρωμα

Κώστας Καρυωτάκης ένα μικρό αφιέρωμα




 
Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς  Έλληνες ποιητές και πεζογράφους, που ανέδειξε η γενιά του ’20  και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές:
 (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.
Λίγα λόγια για το Βιογραφικό του ποιητή:
Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896  και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη.
 Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.
Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων».
Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.
Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία, εξού και οι πολλές μεταθέσεις του.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».
Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας.
Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του και ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.




(Η Εφημερίδα Εμπρός αναγγέλει το θάνατο του Καρυωτάκη)
 

Η Τελευταία του επιστολή:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.]
Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
 Κ.Γ.Κ



{Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928)}
Ας θυμηθούμε μερικά από τα ποιήματά του:


«Ποιητές »
Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν
(Πληγωμένοι Θεοί)
«Gala»

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ’ ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι μας προσμένουν. Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ’ ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
θα καθρεφτίσει τ’ απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ’ ακούμε.
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.


«Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον»

 

(Πίναξ ημιτελής)
Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Mα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το 'χουνε ποτίσει.
Aδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!
Eλαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Aλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)
«Νύχτα»
Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.
Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε
Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει
Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.
Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.
Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.
Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε
Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.
(Ο Πόνος των Πραμάτων)

«Πρέβεζα»

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.


Κείμενα του Κώστα Καρυωτάκη

Ι. "Καλός υπάλληλος"

Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.
Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραωούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.
Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο του συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ' αυτήν την καρέκλα. Κ' έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ' όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ' ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ' έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ' αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, γφρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ' την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ' όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης,. Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδέυει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.

II. "Ένας πρακτικός Θάνατος"

Δεν ξέρω τι φορούσε στο κεφάλι. Τα ρούχα της δεν είχαν ούτε σχήμα ούτε χρώμα. Εμπήκε στο γραφείο κρατώντας στην αγκαλιά δυο παιδιά και σέρνοντας τέσσερα. Καθένα έκλαιγε ή εφώναζε με ιδιαίτερο τρόπο. Αλλο τραβούσε το φουστάνι της, άλλο τα μαλλιά της. Ένα αγόρι ως τριών χρονών έτρεμε με κάτι παράξενα αναφιλητά, χωρίς να κλαίει. Όλα μαζί -- φριχτή συμφωνία -- εκοίταζαν τη μητέρα τους όπως οι μουσικοί το μαέστρο. Αυτή όμως είχε ξεχάσει την παρτιτούρα της σ' ένα κομψό γραφειάκι από acajou.
Στάθηκε μπροστά μας με ορθάνοιχτα μάτια. Κάτι σαν ψεύτικο γέλιο, μια γκριμάτσα οίκτου προς τον εαυτό της, εξηγούσε τα λόγια της. Ήταν Αρμένισσα. Ο άντρας της επέθανε σ' ένα χωριό, κ' ήρθε από κει ζητώντας ψωμί για τα παιδιά της. Τώρα παρακαλούσε να στεγασθεί. Κάποιος που ήξερε τη γλώσσα της τής είπε ότι δεν υπήρχε πουθενά θέσις. Και καθώς δεν ήθελε να καταλάβει, την έβγαλαν έξω στο διάδρομο. Έμεινε ξαπλωμένη με τα παιδιά της ως το μεσημέρι. Την άλλη μέρα, η ίδια ιστορία. Ήρθε πολλές φορές ακόμη.
Επιτέλους την έριξαν σε μια αποθήκη. Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν εκειμέσα είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα, με φανταστικούς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες, ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα, τα μαχητικά τετράγωνα της τελευταίας αμύνης. Σ' αυτές τις φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων. Τρεις τρεις, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ανάμεσα σε ρυπαρά ρούχα και υπολείμματα επίπλων, ήταν σα να ψιθύριζαν παραμύθια ή να προσπαθούσαν σιγά ν' αποτινάξουν το σκοτάδι.
Τώρα η αποθήκη φωτίζεται από ένα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο με καθαρό άσπρο πανί έχει τοποθετηθεί προσκετικά, κάθετα προς τον τοίχο, χάμου. Είναι το μικρότερο από τα έξι παιδιά της Αρμένισσας, που πέθανε λίγες ώρες μετά την εγκατάστασή τους. Τ' αδέλφια του παίζουν έξω στον ήλιο. Η μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει για τελευταία φορά το μωρό της. Οι άλλες γυναίκες τη μακαρίζουν, γιατί θα μπορέσει από αύριο να πιάσει δουλειά. Είναι σχεδόν ευτυχής. Και ο νεκρός ακόμη περιμένει με τόση αξιπρέπεια...

ΙΙΙ.  " Δεσποινίς Bovary"
Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Αλλοι την έβλεπαν κ' εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διστακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Όπου ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνοταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα, κι όλοι επρόσεξαν να την σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα.
Ένιωθε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανόδιου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλάβει επηρεαζόταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από τον θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρεί, στάθηκε σ' ένα κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήρθε σιμά της. Δεν τον έβλεπε, αισθανόταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης, στα μεγάλα ρολόγια του δρόμου, προχωρεί με αραιά πηδήματα προς τον ωροδείχτη. Το σώμα της τώρα, που το προστάτευε μόλις ένα λεπτό φόρεμα, ήταν ολόκληρο πάνω στο δικό του. Μουδιασμένη, εκμηδενισμένη, έκλεισε τα μάτια, κ' έγειρε ελαφρά. Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά. Τα ρούχα του, ξεβαμμένα, είχαν ένα κοκκινωπό χρώμα. Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν λοιπόν ο Έρως;
Εσυνέχισε το δρόμο της χωρίς ν' απαντήσει. Την έσπρωχνε μέσα στο πλήθος. όταν απομακρύνθηκαν στάθηκε και το είπε να την οδηγήσει όπου ήθελε. Αυτή θα τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Εκοίταξε δύσπιστος, αλλά επροχώρησε. Έφτασαν σε δρόμους ερημικούς. Εβγήκαν έξω από την πόλη. Τώρα περπατούσαν δίπλα σ' ένα φράχτη. Ήταν πανσέληνος. Η ευωδιά των κήπων εγέμιζε τα στήθη της. Μέσα στη σιωπή ακούονταν οι γρύλοι και τα γρήγορα βήματα των δύο ανθρώπων. Εγύριζε και την έβλεπε συχνά. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από το φεγγάρι, παίρνοντας μια ξένη έκφραση. Και η σιλουέτα του, με τα παλιά, σχισμένα ρούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε κάποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα. Έφταναν σ' ένα δάσος. «Εδώ» είπε ο άντρας βραχνά.
Από τα μάτια της επέρασαν την ίδια στιγμή εικόνες παιδικών αναμνήσεων. Οι χαλκομανίες με τα ξανθά αγγελούδια που κρατούσαν γιρλάντες από τριαντάφυλλα και χαμογελούσαν, φυλακισμένα στα φύλλα ενός βιβλίου. Οι βασίλισσες και οι ιππότες των παραμυθιών. Το μωβ φορεματάκι της πρώτης κούκλας. Ο θάνατος του αδελφού της...Ύστερα, όταν μεγάλωσε, τα χρόνια που πέρασε μονάχη με την μητέρα της. Έχανε κανείς τον αριθμό τους μέσα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και οι ενοικιαστές. Έχανε κανείς τη σειρά τους...
Ο άλλος ήταν ευτυχής. Σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου με θυμό ασυγκράτητο, με την πρωτόγονη ορμή της διψασμένης του νιότης. Στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της, στις σβησμένες λέξεις που επρόφερε όχι η ίδια αλά το φύλο της, στην ένστικτο υποχώρηση της σάρκας της, αυτός είχε ν' αντιτάξει βλαστήμιες και βρισιές, που εσκέπαζαν, εξιλέωναν με χυδαιότητα όλες τις άσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο το στόμα του, με μια αποπνικτική ανάσα, αληθινή πληγή, εσφράγιζε αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο. Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε αυτή η φριχτή ιστορία, κ' έκλεισε τα μάτια της.
Επέρασαν ώρες. Η αυγή έσκυβε στο ίνδαλμά της. Το πελιδνό σώμα της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο διαρκώς περσότερο. Μέσα στα δάκρυά της εκοίταξε γύρω έκπληκτη. Εζήτησε να ντυθεί. Δεν ήθελε να την αφήσει. Της μιλούσε τώρα με τρυφερότητα. Ύστερα άρχισε να τραγουδάει. Της είπε κάτι σαν αστείο. Τέλος σηκώθηκε και, χωρίς λόγο, επήδηξε τρεις φορές όσο μπορούσε πιο ψηλα, ξεφωνίζοντας ασυνάρτητες λέξεις. Σε λίγη ώρα την αγκάλιασε πάλι. Ήταν ευτυχής.

{Αυτοπροσωπογραφία του Κ.Γ. Καρυωτάκη δημοσιευμένη
στο περιοδικό «Έσπερος»
(Σύρος, Ιούλ. 1923)}




Στον σύνδεσμο αυτό θα δείτε και το ποίημα Αισιοδοξία, που ανέρτησα σαν   απλό καλημέρισμα το 2014 στο Λογοτεχνικό περιβόλι:
http://logotexnikoperiboli.blogspot.gr/2014/05/blog-post_6820.html


 
Πηγές:
Λογοτεχνικό περιβόλι!
 sansimera.gr
Βικιπαίδεια.
Κώστας Καρυωτάκης ποιήματα



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια