Ναζίμ Χιχμέτ ένα μικρό αφιέρωμα,που σαν σήμερα ξεκίνησε το ταξίδι του για την Αιωνιότητα

Ναζίμ Χιχμέτ ένα μικρό αφιέρωμα,που σαν σήμερα ξεκίνησε το ταξίδι του για την Αιωνιότητα






Κι αν ακόμα δεν έχετε διαβάσει Ναζίμ Χιχμέτ, σήμερα επέτειο του Θανάτου του ετούτα τα ποιήματα αξίζει να τα διαβάσετε και να κοινωνήσετε τους στίχους του
 Ήταν Τούρκος ποιητής, από τις σημαντικότερες φωνές της τουρκικής λογοτεχνίας τον 20ο αιώνα. Πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή για τις κομμουνιστικές του ιδέες και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα. Θεωρείται ένα από τα ινδάλματα της τουρκικής Αριστεράς.




«Για τη ζωή »

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ' έναν τοίχο
με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ' αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα 'χεις δει το πρόσωπό τους
και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό απ' τη ζωή δεν είναι.



«Tα τραγούδια των ανθρώπων»
Τα τραγούδια των ανθρώπων
είναι πιο όμορφα από τους ίδιους
πιο βαριά από ελπίδα
πιο λυπημένα
πιο διαρκή.

Πιότερο απ” τους ανθρώπους
τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια
μου “τυχε ν” απιστήσω κάποτε
στην πολυαγαπημένη μου,
όμως ποτέ μου στο τραγούδι
που τραγούδησα για αυτήν
ούτε ποτέ και τα τραγούδια
μ” απατήσανε.

Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.

Σ’αυτόν τον κόσμο τίποτα
απ” όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ” όσες χώρες γνώρισα
απ” όσα μπόρεσα να αγγίξω
και να νιώσω
τίποτα, τίποτα
δε μ” έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια…


(Απόδοση στα ελληνικά: Γιάννης Ρίτσος)

«Δε Μας Αφήνουν Να Τραγουδάμε »

Δε μας αφήνουν Ρόμπσον να τραγουδάμε
δε μας αφήνουν καναρίνι
που 'χεις φτερά αητού
μαύρε αδερφέ μου
δόντια που έχεις
μαργαριτάρια
δε μας αφήνουν να ψηλώσουμε φωνή.

Φοβούνται Ρόμπσον
φοβούνται την αυγή,
ν' ακούσουνε φοβούνται
και ν' αγγίσουν
φοβούνται ν' αγαπήσουν
φοβούνται ν' αγαπήσουνε σαν τον Φερχάτ
(Αλήθεια θα 'χετε κι εσείς έναν Φερχάτ
οι νέγροι πως να τονε λένε Ρόμπσον; )

Φοβούνται τα γεννήματα
τη γης
το γάργαρο νερό φοβούνται της πηγής
φοβούνται
να θυμούνται
και τις χαρές τους
το χέρι ενός φίλου δεν έσφιξε ποτέ τους
το χέρι τους
ζεστό
σαν το πουλί
χωρίς να θέλει σκόντα
προμήθειες
η κάποια αναβολή
στη πλερωμή.

Φοβούνται την ελπίδα
φοβούνται Ρόμπσον να ελπίσουν
φοβούνται καναρίνι
που 'χεις φτερά αητού
φοβούνται τα τραγούδια μας
μη τους τσακίσουν.



«Η πιο όμορφη θάλασσα»
Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο ‘χω πει ακόμα.
Η χώρα αυτή είναι δική μας
Η χώρα αυτή π' ορμά απ' την Ασία με καλπασμό
και που προβάλλει
τ' ώριο κεφάλι
σαν το πουλάρι
γεμάτο χάρη
προς της Μεσόγειος το νερό
η χώρ' αυτή είναι δική μας
με ματωμένους τους καρπούς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.
Σα μεταξένιο τούτη η γη μας
είναι χαλί μας
τούτη η γη μας
η κόλασή μας
τούτ' η παράδεισο
είναι δική μας.
Η θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά 'ναι δική μας
παντοτινά
να ζούμε λεύτεροι σα δέντρα
σα τα δεντρά του ίδιου δάσου
αδερφωμένα
αγκαλιαστά.


«Μονάκριβή μου»

Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».
Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ’να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.
Ο θάνατος
Ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού
σε τούτον δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να’ σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι
Τί κάθησα και σου 'γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.
Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίποτα λεφτά
Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο
Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι
Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέπει να ’χει μαύρες έγνοιες.


Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο

Έχω πάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με τ ‘ άσπρο γαρούφαλο
που τον τουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν την αυγή
κάτω απ’ το φως των προβολέων.
Στο δεξί του χέρι
κρατά ένα γαρούφαλο
πού 'ναι σα μια φούχτα φως
απο την ελληνική θάλασσα
τα μάτια του τα τολμηρά
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απ' τα βαριά μαύρα τους φρύδια
έτσι άδολα
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα
ο Μπελογιάννης γελά
και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πού 'πε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς
τη μέρα της ντροπής.
Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ' απ' τη θανατική καταδίκη.


«Στηθάγχη»

Αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο ποτάμι
Κι ύστερα, γιατρέ, την πάσα αυγή
την πάσα αυγή γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.
Κι ύστερα, να, σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο
και σβήνουν στο νοσοκομείο τα τελευταία βήματα
τραβάει ολόισια, γιατρέ, η καρδιά μου
τραβάει, γιατρέ, στην Ισταμπούλ, σ’ ένα παλιό ξύλινο σπίτι.
Κι ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ
που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου
τίποτα πάρεξ ένα μήλο
ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.
Κι είναι γιατρέ, απ’ αφορμή όλα τούτα
που μες στα στήθια μου έχω τούτη την αρρώστια
όμως, γιατρέ, και μ’ όλα τα ντουβάρια που μου κάθονται στα στήθια
κοιτάω τη νύχτα ανάμεσα απ’ τα κάγκελα
κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι.


«Το μικρό κορίτσι»
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί νάιδει
Εδώ και δέκα χρόνια, εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Όλη-Όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι’ αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δεν μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια