Βιβλιοκριτική για την ποιήτρια Αγγελική Ραυτοπούλου και δέκα επιλεγμένα της ποιήματα.Γράφει η Ρένα Τζωράκη

Βιβλιοκριτική για την ποιήτρια Αγγελική Ραυτοπούλου και δέκα επιλεγμένα της ποιήματα.Γράφει η Ρένα Τζωράκη















Εύχομαι από καρδιάς στην Αγγελική  Ραυτοπούλου , καλοτάξιδο το βιβλίο της με τίτλο:
"Το λευκό των αλλοτινών μου φεγγαριών" στον απέραντο Ουρανό της Ποίησης!!!
Επιλέγω ενδεικτικά δέκα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματά της   για μια μικρή κοινωνία στους στίχους της…


1)
«ΣΕ ΔΙΑΚΡΙΝΩ»
Σε διακρίνω στην πύλη σου
που λέξεις πραγματώνει
στου καιρού το ενάντιο,
στην νοσταλγία σου
που λέξεις αφυπνίζει
στου καιρού το άχρονο…

Σε διακρίνω στον χιτώνα σου
που λέξεις σκεπάζει,
στου καιρού το άντυτο,
στην αντοχή σου
που λέξεις ισοχρονεί
στου καιρού το αμελές…

Σε διακρίνω στην πορεία σου
που λέξεις ανηφορίζει
στου καιρού το διηνεκές,
στο πλάγιασμα σου
που λέξεις ισοφρονεί
στου καιρού το ισοσκελές...

Σε διακρίνω στην αφοβιά σου
που λέξεις επιπλήττει
στου καιρού το αγενές,
στον αγώνα σου
που λέξεις απογειώνει
στου καιρού το άπτητο…
Σε διακρίνω, Ποιητή, αστέρι, καιρός σου χρωστά.
Αγγελική Ραυτοπούλου…


2)
« ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΟΥΝ…»
Απαιτήσεις κραυγάζουν, οι τοίχοι,
το κρεβάτι, τα μαξιλάρια,
το στρωμένο χαλί…
Αυτό το χαλί που φτάνει
ως την συρόμενη την πόρτα,
αυτήν που κλείνει τον
μικρόκοσμο...
Απαιτήσεις συνομιλούν
με τα φαντάσματα,
με τις σκιές,
με τους πεθαμένους...
Πάνε και έρχονται
σαν διαβάτες
σε πολυσύχναστο
του λιμανιού
έναν δρόμο…
Τί, άραγε, προσμένουν
οι σάπιες τους
ανάσες ;
Τα δόντια τους
κροταλίζουν
πολέμου τύμπανα
και οι οπές
στην θέση των ματιών,
μου γυρεύουν
δανεικό βλέμμα…
Θέλουν να κλέψουν
την όρασή μου,
να τριγυρίζουν
στον κόσμο
των αισθήσεων…
Θέλουν να επιστρέψουν
να ομιλήσουν
για τον ανείπωτο
τον τρόμο του θανάτου…
Τρέμει ο θάνατος,
τρέμει κι ο τρόμος
μπρος στον τρόμο
των στίχων μου…
Διαλύω το σπίτι,
ξεθεμελιώνω το καταφύγιο
των κρεμασμένων σαρκών,
μου τελείωσεν ο λυρισμός
και τ’ αποφάσισα
με τις νεκροκεφαλές
να χτίσω τρομόσπιτο
να σείεται το άδικο
και να σπαράσσει η γη...
Ω, απύθμενα βάθη,
ω, εγκατάλειψη,
μειδίαμα απροσδιόριστο,
υπονοούμενο
και υποβόσκον στα χείλη των
κούρων με τα ξέπλεκα μαλλιά…
Το πόδι εμπρός,το ένα,
το βήμα πάγωσε
και η απειλή πλανιέται,
θα ομιλήσουν και θα βαδίσουν
όταν απλώσουν οι άνθρωποι
τον ανεξήγητο χρησμό
χαλί ολάκερο,
όταν το χάος θα βαδίσουν
πάνω στην μεταξένια
την κλωστή…
Καγχάζω,μειδιώ,καταριέμαι...
Σαν οι κούροι
και οι κόρες
βαδίσουν έφτασε
το τέλος μας…
Μην πλανάσθε,
μόνο τέλος θα γράψει
την νέα αρχή
στου βήματος τον υπέροχο τρόμο…
Αγγελική Ραυτοπούλου,
Ποιητική Συλλογή,
"Ύστερη μορφή στο Ύστατο σημείο", 2013- 2014

3)


« ΚΑΘΩΣ ΤΡΑΒΑΕΙ Η ΓΡΑΜΜΗ..»
Απομεσήμερο κορμί
χαμένο στα διότι,
εκύλησε η νιότη
κι εχάθη η χαραυγή,
καθώς τραβάει η γραμμή
στο γέρμα ν' ακουμπήσει
στου θόλου την αναλαμπή
το όνειρό μου βλέπω,
σαν σκοτωμένο γιασεμί,
σαν φύλλο σαπισμένο..
Τα αίματα του δειλινού,
πριν μέρα να τελειώσει,
Φθινόπωρο να σώσει
γιορτή ερωτική,
φτάνει η θανή,σαν ψίθυρος
ν' αφήσει τ' άρωμά της..
Είν' η οσμή βαριά
με χώμα ποτισμένη
και 'γώ θολή
και ξένη,
που τριγυρίζω της νυχτιάς
τ' ολόμαυρο τραγούδι..
Αχ, μύρισεν η θλίψη
και η οργή
εσκέπασε το μαύρο μου
μαντήλι,
του κάκου
κλαίν' οι σκύλοι
και ουρλιάζει το παιδί..
Πέρασε, τώρα, η ζωή
και 'χάθη η ελπίδα,
σαν γύρισα δεν είδα
ρολόι να χτυπά..
Οι ώρες εσταμάτησαν
και μ' εκδικείται ο χρόνος,
άνθρωπος μόνος
και τρελός
στον κήπο τριγυρνά!
Αγγελική Ραυτοπούλου,
Ποιητική Συλλογή,
"Ύστερη μορφή στο Ύστατο σημείο", 2013- 2014





4)
« Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΗ»
Στην πάλη και στην καταδίωξη
με βρήκε πάλι η μέρα…
Καταδίωξα και πάλι το σύννεφο,
την μετριότητα και την υποκρισία…
Και τα διαβολεμένα τα χαμόγελα
και οι ατέλειωτες οι καλημέρες,
με εξόργισαν…
Η ώρα είναι μαύρη,
είναι μόνον για περισυλλογή
και για προετοιμασία…
Δεν βλέπω σε κανένα πρόσωπο
την επιθυμία
για δραστικές λύσεις…
Πώς καρτερούν
να φανούν λουλούδια
μέσα σε τόσα ξερόχορτα
και σε τόση βρωμιά ;
Άνθρωποι της αναβολής
και της δικαιολογίας
πρέπει ν’ αρνηθώ
την αγάπη μου για εσάς…
Και να κλείσω τ’ αυτιά μου
στις εκκλήσεις για βοήθεια…
Μόνον στον αγώνα θα στραφώ
και εσείς ας μην καταλαβαίνετε
πως και για εσάς αγωνίζομαι…
" Ύστερη μορφή στο ύστατο σημείο "
 2013-2014


5)
«ΤΡΙΓΥΡΩ ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΠΕΤΟΥΝ»
 2013

"Πνευματικός Θάνατος"


Και το ποτάμι λαούς ξέβρασε
στην παραλία του τίποτα...
Στον ομφαλό γυρίζω,
τον κοχλία να στρέφω
στους Δελφούς,
ανώδυνη στο επώδυνο
και επονείδιστη
στην οδύνη απάνω...
Τόσο μικρή, τόσο πικρή,
ένα ενύπνιο τραγικό,
που το ξημέρωμα ξερνάει
στων σκουπιδιών τους κάδους...
Ο χρησμός μέσα στον ομφαλό,
στου λώρου το αμίλητο,
το βρέφος που γεννήθηκε
αιώνες πριν, να πνίξει προσπαθεί
μιά κατεστημένη νοσοκόμα...
Στο σάπιο ο καθαρός ο λόγος,
δεν ακούγεται, πώς να ξεχωρίσεις
το άρωμα μέσα σε εκατομμύρια
τόνους σκουπιδιών;
Τριγύρω οι μάχες πετούν
και βρέχει σάπιο κρέας....






6)
« ΒΑΘΥΣΤΟΧΑΣΤΟ ΑΙΜΑ.»
Από την ποιητική συλλογή « Πνευματικός Θάνατος...»
Τους δυό κεραυνούς
που έσκισαν τα σωθικά του ουρανού
λειψούς τους είδα,
δεν ομίλησαν ουσίαν,
έκρυψαν το δολοφονικό τους μένος
στην αιχμή ενός δόρατος
που διαπερνά το αιώνιο,
όχι, για να το αφανίσει,
αλλά για να δηλώσει
πως χωρίς το ύστερον
πρότερον και μεθύστερον σχήμα
δεν υπάρχει...
Την καρτερούσα την απάντηση
με τρεμάμενα χείλη διψασμένα...
Και αναρωτήθηκα,
πώς, τ' αντέχουν οι θεοί
να προστατεύουν το γένος
των ανθρώπων, χωρίς αντίλογο;
Άνυδρο στόμα, έρημος χώρα
καρτερεί του ύδατος την γνώση...
Ο τρίτος κεραυνός ήρθε την στιγμή
που απελπίστηκα,
έφερε μιάν σημαία κόκκινη
και την σκόνη του αγώνα...
Κοίταξα τα πόδια μου...
Δεν είχαν άρβυλα..
Φορούσαν το άλικο των καιρών..
Πηγμένο αίμα...
Βαθυστόχαστο αίμα αδικοχαμένων...
Έχει μνήμη το αίμα, όπως το ρέον...
Και έτσι, ούτε οι λαοί ξεχνούν,
ούτε οι αγωνιστές...
Έχετε δει ποτέ πηγμένο αίμα,
να φωνάζει ονόματα;
7)
« ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ…»
Από την ποιητική συλλογή « Πνευματικός Θάνατος...»





Κάθισα στην αυλή, σ’ αυτό το παλιό το σπίτι…
Πάνω μου, ακριβώς πάνω μου σ’ ένα κλουβί
κελαηδεί ένα άσπρο πουλί με κόκκινο λαιμό…
Του αντιμιλώ σφυρίζοντας…
Δεν ξέρω την γλώσσα του, μα, θαρρώ,
πως κάτι σπουδαίο του λέω,
έτσι, που φτεροκοπάει…
Μέσα στην κλειστή αυτήν την αυλή,
την προστατευμένη και την απροσπέλαστη
βρίσκεται ο μικρόκοσμος μου,
ένας κύκλος τρομερός
και εγώ μέσα σ’ αυτόν,
ένας μικρότερος κύκλος
κάνω την τροχιά μου,
κάθε στιγμή και κάθε μέρα…
Μέσα εκεί, έφτιαξα το κάστρο μου,
μ’ ένα πουλί και μ’ ένα τσιγάρο,
για να χειροτερεύω την ανάσα μου…
Δεν είναι όλα αυτά καμιά υποψία,
είναι μιά βεβαιότητα η απομόνωση…
Και, ίσως, να’ ναι και η πιστότερη φίλη,
που είχα ποτέ…
Και ανάμεσα στα πράσινα φύλλα,
καθώς γέρνει το βλέμμα μου
έρχεται το πουλί και πάλι,
να μου θυμίζει τον πόθο μου
για την λευτεριά…
Ήθελα, πάντα, από παιδί την γη κήπο ένα
και τους ανθρώπους αδέλφια, μα, θαρρώ,
πως γερνώ, μα, θαρρώ, πως ρυτίδες γεμίζω
σ’ ένα κήπο χωρίς ανθρώπους…
Έτσι μόνη…
Γιατί εγώ, δεν έβαλα τον κοκκινολαίμη
μέσα σε κανένα κλουβί…
Άλλοι το έκαναν…
Γιατί και εγώ φοβάμαι,
πως, αν ανοίξω το κλουβί,
το πουλί, έτσι χωρίς εκπαίδευση,
πώς να πετάξει ;
Διακοσμητικά τα φτερά
και η γάτα καραδοκεί στην γωνία…
Και εγώ, εγώ πια μόνον την βεβαιότητα έχω
και όχι την υποψία,
πως, όποιος δεν θέλει να μάθει να πετά,
έχει την δικαιολογία πως γεννήθηκε σ’ ένα κλουβί…








8)

 
« ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΧΕΡΙΑ»
Απόσπασμα από την Ποιητική Συλλογή
 " Πνευματικός Θάνατος"2013
της Αγγελικής Ραυτοπούλου

Έβαλα
μιά φωτογραφία
για να κοιτάζω
το κενό,
δυό μάτια άψυχα
και κρύα,
δυό χέρια,
δίχως,
λυτρωμό...
Πήρα το βλέμμα
άλογό μου
και την αγάπη
για φτερό
και του παράγγειλα
τ' ανέμου,
να μου ορίσει
ουρανό.
Με άρπαξαν
τα δυό τα χέρια
μακριά
και απειλητικά
και με 'δεσαν
μες σε καρτέρια
και σε ασάλευτη
σκιά..
Δεν ήθελα
να το προδώσω
τ' όνειρο τ' άλλου
του ουρανού,
μα, θέλησα,
απλά, να ενώσω
καρδιά, ψυχή
και μέγα
νου...
Με αρνηθήκαν
οι ανθρώποι
με αγνοήσαν
οι Θεοί
και έμεινε
η επιθυμία
να κολυμπά
σ'ένα γιατί.
Σαν ξημερώσει
και 'ρθει η μέρα
θε να τα λύσω
τα σκοινιά
κι, ίσως, να γίνουνε
τα χέρια,
ίσως, μιά θάλασσα
πλατιά...
Όμως, φοβάμαι
πως τα μάτια
δεν θα αλλάξουνε
θωριά,
πάντα, θα πλέουν
σε παλάτια
υγρά, στενά
και σκοτεινά...


9)


«ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΥ..»
Απόσπασμα από την Ποιητική Συλλογή,
" Ορώ συν, άπειρο ορίζω " 2012.

Γυναίκα, συ
που σέρνεσαι
στης γης
το τελευταίο,
με την κοιλιά
καρπόν γιομάτη
και με του θέρους
την οσμήν
πτωμάτων
που σιωπούνε,
έφτασε η ώρα
να ντυθείς
με άρματα
και με βόλια...
Τρέξε,
υπερασπίσου..
Του γείτονά σου
το παιδί
το κλαίνε,
απ' το ξημέρωμα
στο διπλανό στενό..






10) 


«ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΙ ΑΝΩΔΥΝΟ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ».
( Απόσπασμα)
 από την ποιητική Συλλογή: « Πνευματικός Θάνατος»


Ησύχασε, στην μικρή
και ανώδυνη
ησυχία σου...
Ησύχασε, πάνω,
στην κάθε
κουταλιά,
πάνω,
στην κάθε μιά
μπουκιά
πλέει
νεκρό ,ένα παιδί...
Ενοχλητικό
παιδί
πλατσουρίζει
μες στην
σούπα...
Ησύχασε,
πέταξε
το παιδί,
φάε την
ζεστή
την σούπα...
Κλείσε, ερμητικά,
τα παράθυρα,
πέταξε
τα κλειδιά,
τραγούδα
τα μικρά
και ανώδυνα
τραγούδια σου...
Ησύχασε,
κλείσου
στην ποντικότρυπα,
πάρε το ποντίκι
αγκαλιά,
φτιάξε το παπιγιόν
και ζήσε, ήσυχα...
Μόνον
οι ποντικάνθρωποι
θα επιβιώσουν,
ησύχασε,
ησύχασε...
Στο ρείθρο
του πεζοδρομίου
θα βρεθείς,
εκεί, με τα λασπόνερα
θα ξεβραστείς,
θα κατηφορίσεις
την στιγμή
και θα καταλήξεις
στο ποτάμι
με τα πτώματα
των ωραίων
και ησύχων...
Στο ποτάμι
το αιμάτινο
κόκκινος
θα βαφτείς,
ήσυχε άνθρωπε,
ένα σκουλήκι άχρηστο
στον κύκλο της ζωής....
Έτσι, θα έχεις
έναν ένδοξο
και ήσυχο θάνατο,
σε μιάν εξασφαλισμένη ζωή,
ένα εξασφαλισμένο τέλος.....
Ησύχασε, έτσι,
βαμμένος,
βρεγμένος
και βουβός
θα ξεβραστείς
μες στο νεκροταφείο...
Μόνος σου
θα θαφτείς,
ήσυχε άνθρωπε,
ένας μονόλογος
της ησυχίας
ήσυχος,
ένας μικρός
και ανώδυνος
θάνατος,
ξεχασμένος
και άχρηστος....
Ησύχασε...
Οι μικροί κι ανώδυνοι δεν μιλούν, ησυχάζουν...


Δημοσίευση σχολίου

1 Σχόλια

  1. Φανταστική δουλειά Μπράβο και στην ποιήτρια που ξεχωρίζει στα ελληνικά γράμματα αλλά και στη Ρένα τη Τζωράκη που ευλαβικά πλέκει τις αναλύσεις της στους ιστούς των χαρισματικών στίχων και αποτυπώνει την ευαισθησία με επίλεκτες εικόνες

    ΑπάντησηΔιαγραφή