Κώστας Βάρναλης ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής του 20ου αιώνα

Κώστας Βάρναλης ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής του 20ου αιώνα



  





 

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης..
Τι να πρωτογράψει κανείς για το  Βάρναλη;;;

Η ιστορία του Κόσμου είναι η ιστορία των Νικητών. Πόσο μεγάλη αλήθεια μπορεί να κρύβει   ετούτη  η φράση!!!!
Ο Κώστας Βάρναλης μέσα σε λίγες προτάσεις κατάφερε να ενσαρκώσει όλη την Ιστορία και την φύση των ανθρώπων όταν μετατρέπονται σε άβουλο πλήθος.
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»






Ήταν  Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις.
 Ήταν  ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής, ο πρωτοπόρος του 20ού αιώνα,
μ' ένα έργο με πανανθρώπινες προεκτάσεις και γι ‘αυτό τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
 Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα είναι ότι η ποίησή του είναι δεμένη
με τον 20ό αιώνα, όταν η ανθρωπότητα δοκίμασε να σπάσει τα δεσμά του θηρίου
και να ανέβει στο επίπεδο του Ανθρώπου.
Ο Βάρναλης σαν άνθρωπος, στοχαστής και ποιητής αφιέρωσε όλη τη ζωή
και το ταλέντο στο όνειρο αυτό.
Και ήταν από τους πρώτους στη χώρα μας.
Και μοναδικό παράδειγμα στο κάλεσμα της δικής του εποχής"...
Χαραχτηριστικό γνώρισμα
 της βαρναλικής  ποίησης είναι η εναλλαγή
της επικής έξαρσης με την καταλυτική σάτιρα και το βαθύ λυρισμό.
Έμεινε όρθιος, ατρόμητος, αδιάλλακτος. Υπερασπιζόμενος με το ίδιο πρώτο πάθος τα ιδανικά του. Στηλιτεύοντας κάθε βία και καταπίεση της κυρίαρχης τάξης, σαλπίζοντας το συναγερμό των συνειδήσεων, πάντα με την πρώτη του ορμή.
Υπηρετώντας πάντα τη μεγάλη τέχνη κι αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η μεγάλη ποίηση, η μεγάλη πεζογραφία, θέλει πάντα μεγάλες ιδέες, μεγάλες αλήθειες, μεγάλα οράματα, μεγάλους αγώνες.
Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ο Βάρναλης επιδίωξε να συνθέσει το ειδωλολατρικό στοιχείο με το χριστιανικό, όπως έκαναν ο Παλαμάς και ο Σικελιανός με διάθεση να ασκήσει κριτική στις παραδομένες αξίες. Η διάθεση αυτή εκφράζεται περισσότερο στα πεζά του έργα (
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, 1931, Το ημερολόγιο της Πηνελόπης, 1946).
Η ποίηση του Βάρναλη γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης
«δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών".
 Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Οχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πού 'πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού»
Βιογραφικά στοιχεία του ποιητή:
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884.
Πήρε το όνομα Βάρναλης επειδή ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα.
Στα 18 του χρόνια αποφοιτά από τα "Ζαρείφια Διδασκαλεία"
της Φιλιππούπολης με άριστα. Γι' αυτό η Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας
τον στέλνει με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία ή Θεολογία.
Το φθινόπωρο του 1902 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Παίρνει το δίπλωμά του το 1908 και διορίζεται καθηγητής στο Διδασκαλείο
Μέσης Εκπαίδευσης.  Ύστερα από δεκάχρονη λαμπρή θητεία στην εκπαίδευση,
στέλνεται με υποτροφία στο Παρίσι για ανώτερες φιλολογικές σπουδές.
Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική
διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας
και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός
του Παρνασσισμού.

Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και "ελαττώματα".
Πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη  ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος  κι ανιδιοτελής πάντα το "παρών".
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θά ‘ρτη ανάποδα ο ντουνιάς"... 




Στο ποίημα «κυρ Μέντιος» που είναι αλληγορικό , συμβολικό και παραινετικό μας υπενθυμίζει πως  τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται, αρκεί να αγωνισθεί ο καθένας γι΄ αυτά που δικαιούται.
Ήταν  Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις.
 Ήταν  ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής, ο πρωτοπόρος του 20ού αιώνα,
μ' ένα έργο με πανανθρώπινες προεκτάσεις και γι ‘αυτό τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

 Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα είναι ότι η ποίησή του είναι δεμένη
με τον 20ό αιώνα, όταν η ανθρωπότητα δοκίμασε να σπάσει τα δεσμά του θηρίου
και να ανέβει στο επίπεδο του Ανθρώπου.
Ο Βάρναλης σαν άνθρωπος, στοχαστής και ποιητής αφιέρωσε όλη τη ζωή
και το ταλέντο στο όνειρο αυτό.
Και ήταν από τους πρώτους στη χώρα μας.
Και μοναδικό παράδειγμα στο κάλεσμα της δικής του εποχής"...
Χαραχτηριστικό γνώρισμα
 της βαρναλικής  ποίησης είναι η εναλλαγή
της επικής έξαρσης με την καταλυτική σάτιρα και το βαθύ λυρισμό.
Έμεινε όρθιος, ατρόμητος, αδιάλλακτος. Υπερασπιζόμενος με το ίδιο πρώτο πάθος τα ιδανικά του. Στηλιτεύοντας κάθε βία και καταπίεση της κυρίαρχης τάξης, σαλπίζοντας το συναγερμό των συνειδήσεων, πάντα με την πρώτη του ορμή.
Υπηρετώντας πάντα τη μεγάλη τέχνη κι αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η μεγάλη ποίηση, η μεγάλη πεζογραφία, θέλει πάντα μεγάλες ιδέες, μεγάλες αλήθειες, μεγάλα οράματα, μεγάλους αγώνες.
Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ο Βάρναλης επιδίωξε να συνθέσει το ειδωλολατρικό στοιχείο με το χριστιανικό, όπως έκαναν ο Παλαμάς και ο Σικελιανός με διάθεση να ασκήσει κριτική στις παραδομένες αξίες. Η διάθεση αυτή εκφράζεται περισσότερο στα πεζά του έργα (
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, 1931, Το ημερολόγιο της Πηνελόπης, 1946).
Η ποίηση του Βάρναλη γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης
«δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών".
 Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Οχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πού 'πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού»
Βιογραφικά στοιχεία του ποιητή:
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884.
Πήρε το όνομα Βάρναλης επειδή ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα.
Στα 18 του χρόνια αποφοιτά από τα "Ζαρείφια Διδασκαλεία"
της Φιλιππούπολης με άριστα. Γι' αυτό η Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας
τον στέλνει με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία ή Θεολογία.
Το φθινόπωρο του 1902 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Παίρνει το δίπλωμά του το 1908 και διορίζεται καθηγητής στο Διδασκαλείο
Μέσης Εκπαίδευσης.  Ύστερα από δεκάχρονη λαμπρή θητεία στην εκπαίδευση,
στέλνεται με υποτροφία στο Παρίσι για ανώτερες φιλολογικές σπουδές.
Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική
διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας
και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός
του Παρνασσισμού.



Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και "ελαττώματα".
Πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη  ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος  κι ανιδιοτελής πάντα το "παρών".
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θά ‘ρτη ανάποδα ο ντουνιάς"... 


 
Με την προσωποποίηση του συμπαθητικού τετράποδου μας θυμίζει την δυσκολία του βιοπορισμού  των ανθρώπων  και, ειδικά, αυτό που ζούμε σήμερα. Μας μεταφέρει την εικόνα του γαϊδαράκου που χρόνια δουλεύει ακατάπαυστα και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με αντάλλαγμα την σκληρότητα, την  απονιά και, τελικά, την εγκατάλειψη. Μεταφορικά, αντιπροσωπεύει τον κάθε άνθρωπο του λαού που, ειδικά στις μέρες μας, είναι καταδικασμένος να ζήσει στον καθημερινό μόχθο με ανταμοιβή ελάχιστη και με λιγοστές ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο ή, έστω,  για αξιοπρεπή ανάπαυση στα γηρατειά του.
Είναι ένα ποίημα που, στην πραγματική του εικόνα, προκαλεί συναισθήματα συγκίνησης για το παράπονο του γαϊδαράκου, συμπόνιας γιατί περνάει όλη τη ζωή του δουλεύοντας μέχρι τελικής εξάντλησης και ντροπής για την κακομεταχείριση που έχει από τους ανθρώπους. Έτσι του φέρονται σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες του, που συντηρούν το ζώο αυτό όχι από αγάπη, αλλά για να το χρησιμοποιήσουν στην δουλειά.
Στην τελευταία στροφή, βέβαια, ο ποιητής εκφράζει την ελπίδα του, ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία με περισσότερη ανθρωπιά και δικαιοσύνη, αφού έχει ήδη ξεκινήσει κάποια αλλαγή στις κομμουνιστικές (τις «κόκκινες») χώρες. Στα χρόνια εκείνα που γράφτηκε το ποίημα, οι χώρες που εφάρμοζαν το  κομμουνιστικό σύστημα ενέπνεαν κάποια ελπίδα για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ώσπου οι κακοί χειρισμοί των κυβερνώντων οδήγησαν σε διάφορα δεινά και, τέλος, στην κατάρρευσή του. Όμως, η προσδοκία και ο αγώνας για το συλλογικό καλό πρέπει πάντοτε να υπάρχει, αλλιώς η ζωή των ανθρώπων θα συνεχίζεται κάτω από τον ζυγό των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων και θα είναι ίδια με του «αβασταγού» γαϊδαράκου.
Μέρος του ποιήματος μελοποιήθηκε το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά το 1980, ερμηνευμένο  μοναδικά από τον Νίκο Ξυλούρη, που μετέφερε με την φλόγα και τον παλμό της φωνής του τον συμβολισμό, την απελπισία, αλλά και την προτροπή και την προσμονή για κάποια αλλαγή. Από τότε τραγουδήθηκε πολλές φορές από διάφορους αοιδούς (και «αηδούς»), με τρόπους και σε τόπους που, πολλές φορές, μάλλον ευτέλισαν παρά ανέδειξαν το νόημα του τραγουδιού. 
Γιατί, όσο κι αν παραδεχθούμε ότι οι καλλιτέχνες που το τραγουδούν, το κάνουν από ευαισθησία και διάθεση να μεταδώσουν το μήνυμά του, είναι αμφίβολο αν ένα τέτοιο τραγούδι, τραγουδισμένο ανάμεσα σε καψουροτράγουδα και ουϊσκια, γίνεται αντιληπτό από το κοινό και δεν θεωρείται ότι είναι, απλώς, ένα ωραίο κομμάτι του υπόλοιπου διασκεδαστικού ρεπερτορίου. Έτσι, ίσως κάποιοι θαμώνες του μπουζουκομάγαζου να θεωρήσουν ότι, το μήνυμα που τους στέλνει ο ποιητής στην τελευταία στροφή είναι ότι πρέπει να γυρίσουν σπίτι, γιατί κοντεύει να ξημερώσει.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια