Μενέλαος Λουντέμης- Αποσπάσματα από τα έργα του

Μενέλαος Λουντέμης- Αποσπάσματα από τα έργα του





Ο Μενέλαος Λουντέμης,
ήταν ποιητής, λογοτέχνης,πεζογράφος.
(Φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Βαλασιάδη), γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1912.
Τιμήθηκε  με το βραβείο της Χρυσής Δάφνης Πανευρώπης ( Παρίσι, 1951). Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό.
Η γραφή του ιδιαίτερη, τα κείμενά του ‘εχουν  αμεσότητα, λυρισμό, αλλά και δύναμη και ρεαλισμό με τη μοναδική του παιδεία, γνώστης σε βάθος της ζωής, ο Λουντέμης παίζει με τις διαλέκτους, απλώνεται σε όλους τις αποχρώσεις των ανθρωπίνων χαρακτήρων, αλλά κυρίως γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε τη φτωχολογιά της επαρχίας. Είναι ένας τρυφερός και παθιασμένος παρατηρητής της ελληνικής ψυχής.
 Προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Πόλης που χρεοκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Σε παιδική ηλικία έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας, σύντομα όμως μπήκε στη βιοπάλη (γραμματοδιδάσκαλος, ψάλτης, εργάτης στα τεχνικά έργα του Γαλλικού ποταμού).
Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του "Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Πέθανε στην Αθήνα, ενώ οδηγούσε, από καρδιακή προσβολή.
Ο Λουντέμης υπήρξε ένας καθαρά στρατευμένος λογοτέχνης. Πολύ συχνά έβαζε στα έργα του τις πολιτικές του απόψεις, καθώς και τις προσωπικές του εμπειρίες. Εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων γνώρισε διωγμούς και εξορίες και γενικά ταλαιπωρήθηκε πολύ στη ζωή του. Το 1956 δικάστηκε για το βιβλίο του “Βουρκωμένες μέρες”, στο οποίο περιγράφει τα βάσανα των εξόριστων. Δυο χρόνια αργότερα κατέφυγε στη Ρουμανία, όπου και έζησε ως τη μεταπολίτευση. Το 1962 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975. Πέθανε το 1977 από καρδιακή προσβολή, ενώ οδηγούσε.
Στα γράμματα ο Λουντέμης εμφανίστηκε μετά το 1930 με ποιήματα και διηγήματα τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Νέα Εστία”. Το πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Τα πλοία δεν άραξαν” (1938), τιμήθηκε με το κρατικό Βραβείο   πεζογραφίας.
Σαν  συγγραφέας ο Λουντέμης υπήρξε πολύ παραγωγικός. `Εγραψε πάνω από σαράντα έργα, καλύπτοντας ποικίλες περιοχές του λόγου. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του έργου του.
Ο Λουντέμης έγραψε πολλά έργα, κυρίως διηγήματα και μυθιστορήματα. Κάποια από αυτά είναι: “Τα πλοία δεν άραξαν” (1938), “`Εκσταση” (1944), “Γλυκοχάραμα” (1944), “Συννεφιάζει” (1948), “`Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα” (1956), “Θυμωμένα στάχυα” (1965), “Βουρκωμένες μέρες” (1953), “Καληνύχτα ζωή” (1946), “Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος” (1956), “Της γης οι αντρειωμένοι” (1976) κ.α.

Αποσπάσματα από τα έργα του:

«Τότε που κυνηγουσα τους ανέμους»




«Τότε που κυνηγουσα τους ανέμους»


Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο".

Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος.
Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ' στ' αυτιά σου....τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου...Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους...Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται. Ακουμπάς στη ρίζα,αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ' τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος οι
νερατζιές...και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ'ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ'την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι...πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν... Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας...Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!... Αλίκη...Τ'ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζίας.Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος.
Τάρα (αγάπη μου...αγάπη μου..), τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου...Και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το 'δε.... Αλίκη.. θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.

Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας....Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο ότν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν'την τραγούδια,ξενύχτια. Καν'την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς.Είναι σαν να την βρίζεις.Σαν να τη κλεινεις τον δρόμο να ξανάρθει.

«Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» 


-Έχουμε την ανάγκη της, γι' αυτό δεν έρχεται. Σ' αυτόν τον παραστρατημένο κόσμο μας λείπει ακριβώς εκείνο που θέλουμε.
-Μας λείπει, γι'αυτό το θέλουμε! Αν είχαμε όσα θέλαμε τι θα μας έλειπε; Κι αν δεν μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε; Και τι αξία θα είχε η ζωή χωρίς πεθυμιές; Όχι, να μου απαντήσεις!

Αγαπητέ μου φίλε, αλλοίμονο στον άνθρωπο που δεν απότυχε ποτέ. Κλάψ' τον! Πάρε όλα τα έργα. Δίπλα στα πολύ μεγάλα υπάρχουν τα πολύ μικρά. Και να το ξέρετε: Τα μεγάλα υπάρχουν χάρη στα μικρά. Μια μεγάλη αποτυχία φέρνει μια μεγαλύτερη επιτυχία. Ποτέ όμως η μεγάλη επιτυχία δε φέρνει μια μεγαλύτερη. Άμα πετύχαινε ο άνθρωπος στην πρώτη εξόρμηση, δε θα 'κανε δεύτερη. Η δόξα είναι μια κορυφή που για να την ανέβεις πρέπει πρώτα να κατέβεις.

Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από εκεί και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε.





Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια